- λούτρ'
- λουτρί , λουτρίςwoman employed to wash Athena's templefem voc sgλουτρά , λουτρόνbathneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτρ — το 1. δέρμα λούτρας καθώς και γούνα φτιαγμένη από αυτό το ζώο 2. ύφασμα κατ απομίμηση δοράς τού ζώου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. loutre «βίδρα»] … Dictionary of Greek
λουτρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. δέρμα ενυδρίδας. 2. γούνα από δέρμα ενυδρίδας. 3. ύφασμα από μετάξι, μαλλί ή βαμβάκι σε απομίμηση του δέρματος ενυδρίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
μουστελίδες — (mustelidae). Μεγάλη οικογένεια θηλαστικών της τάξης των σαρκοβόρων. Το μήκος των ζώων αυτών ποικίλλει ανάλογα με το είδος από 0,20 έως 1,50 μ.· το σώμα τους έχει σχήμα επίμηκες και καλύπτεται με πυκνό και απαλό τρίχωμα· τα πόδια έχουν 5 δάχτυλα … Dictionary of Greek